Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΑΓΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς στο βιβλιο του «Εξήγησις τής γλυκείας χώρας Κύπρου», ή « Κρόνακα τουτέστιν Χρονικόν», γραφει: O μέγας Κωνσταντίνος μετά το βαπτιστήναι είδεν, ότι η δική μας χώρα η Κύπρος έμεινεν χωρίς τινάν χρόνους 36, διατί εγίνην πείνα μεγάλη απού αβροχίαν, και ούλη η σπορά εχάθηκεν και η πείνα εγίνη μεγάλη, και ούλα τα νερά των βρύσων εξεράναν, και επηγαίνναν οι ανθρώποι απού τόπον εις τόπον με τα κτηνά τους να εύρουν νερόν, να ζήσουν και τα κτηνά τους και ούλα εστεγνώσαν και λάκκοι και βρύσες, και αφήκαν την πανθαύμαστην Κύπρον και επεράσαν ωδά και εκειά όπου πασαείς ηύρεν ανάπαυσιν και το νησσίν έμεινεν χωρίς τινάν χρόνους 36.  

Οι τοπικοί θρύλοι και δοξασίες δεν αναφέρουν σχεδόν τίποτε για τη σπηλιά του δράκου, αλλά όσοι είναι μεγάλοι σε ηλικία θα την ενθυμούνται με το τοπωνύμιο Αγίασμα του Αρχαγγέλου. Λένε πως πήρε το όνομά της από ένα δράκο που ζούσε βαθιά μέσα στη σπηλιά, άγρυπνος φρουρός ενός αμύθητου θησαυρού. Η Σπηλιά του Δράκου βρισκόταν στο χαμήλωμα μετά το εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ προς τη μερια του Νότου. Είχε υπόγεια λαγούμια που χάνονταν στα βάθη της γης, και το νερό ανέβλυζε αστείρευτο και πότιζε όλο τον κάμπο μέχρι τη θάλασσα.
Πριν πολλούς αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, κι οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και  οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να αγοράσουν λίγα τεράτσια ως τροφή για τα ζώα αλλά και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που οι άνθρωποι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, δηλαδή οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.
Σε κάποιο μέρος της περιοχής της Πάφου ζούσε ένας άνθρωπος που όλοι του είχαν εκτίμηση για την καλοσύνη και τη μόρφωση του, και πολλοι πίστευαν ότι είχε επιφώτηση από το Θεό. Μια ημέρα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και του είπε να καλέσει τους ανθρώπους, και όποιοι τον ακολουθήσουν θα τους έπαιρνε σε τόπους χλοερούς με αστείρευτο νερό ώστε να ζήσουν καλύτερα. Έτσι έκαμε ο Άγιος άνθρωπος, ακολούθησε τον Αρχάγγελο και με τους ανθρώπους έφτασαν στην περιοχή της Χλώρακας. Μέσα σε μια λαξιά είδαν να τρέχει λίγο νερό, έσκαψαν και άνοιξαν μια σπηλιά όπου μέσα βρήκαν υπόγεια λαγούμια με αστείρευτο νερό που έτρεχε και χανόταν στα έγκατα της γης. Οδήγησαν το νερό προς τα έξω και πότισαν τη γη, και φύτεψαν όλο τον κάμπο μέχρι τη θάλασσα, έσπειραν, θέρισαν, αλώνισαν, μάζεψαν τις σοδειές, είχαν να φάνε και να πιούν. Έφτιαξαν ένα συνοικισμό με αρχηγό τον Άγιο άνθρωπο που τους καθοδηγούσε, ήσαν όλοι αγαπημένοι αναμεταξύ τους και όλοι περνούσαν καλύτερα από πριν…
Τα χρόνια περνούσαν και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε όλη την Κύπρο εξόν από το συνοικισμό στη Χλώρακα, υπέφερε αφού διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλη δυσκολία. Ο ένας σκότωνε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, είχε καταντήσει ο τόπος να κατοικείται από άναρχους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.
Στο καταπράσινο συνοικισμό κανείς δεν ένιωθε δίψα ή πείνα, το νερό ήταν αρκετό και οι φυτείες παραγωγικές. Οι άνθρωποι έκτισαν σπίτια με αυλές και λουλούδια, δημιούργησαν νόμους, έκτισαν εκκλησία και ο παπάς ο Άγιος Άνθρωπος, επίλυε όποια προβλήματα υπήρχαν κατά καιρούς ανάμεσα των πολιτών…
Τα καλά πράγματα όμως διαρκούνε λίγο λέγεται, έτσι εσυναίβει το ίδιο, άναρχοι ληστές που στο πέρασμα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, αιματοχυσίες και άδικους φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, έτσι και σε αυτό το πέρασμα τους, σκότωσαν και λήστεψαν όλους τους κατοίκους του μικρού συνοικισμού. Βίασαν τις γυναίκες, έσφαξαν τα παιδιά και κρέμασαν τον παπά σε μια μεγάλη τρεμιθιά. Αφου μάζεψαν το πλιάτσικο σε ένα γουνάρι και αφου γιόρτασαν την επιτυχία τους, αποφάσισαν και κατοίκισαν οι ιδιοι τον συνοικισμό, διοτι σκέφτηκαν ότι ο κάμπος ήταν εύφορος και το νερό αστείρευτο… 
Απο τη φρίκη της σφαγής γλίτωσε μια κόρη με τον μικρότερο αδελφό της που κρύφτηκαν μέσα σε ένα θάμνο και φοβισμένοι παρακολουθούσαν τις επαίσχυντες πράξεις των ληστών. Περίμεναν τη νύχτα, και όταν οι ληστές άναψαν φωτιές και κάθισαν γυρω πίνοντας και διασκεδάζοντας την επιτυχία τους, έφυγαν κρυφά και κατέφυγαν στα βουνά της Τάλας όπου και κρύφτηκαν. Σαν τις άγριες αλεπούδες κατοίκησαν μέσα σε άβατα βάτα και σπηλιές, και με εξορμήσεις σε μάντρες και περβόλια, έκλεβαν τροφή και άλλα χρειαζούμενα έτσι που να μην πεθάνουν από τη πείνα…
Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός μεγάλωσε και εγινε ένας σπουδαίος ξακουστός ληστής, είχε μάθει την τέχνη από μικρός με το δυσκολο τρόπο. Στις επιδρομές του καμιά φορά δεν σκότωνε, έκλεβε μονο από πλούσιους, και πολλές φορές βοηθούσε τους φτωχούς.
Ποτέ του δεν ξέχασε τους άτιμους ληστές που σκότωσαν με απάνθρωπο τρόπο τους δικούς του ανθρώπους. Το είχε σκοπό να εκδικηθεί, αλλά περίμενε να έρθει ο καιρός, και όταν η ήρθε, κατέβηκε στη χαμηλή περιοχή, κρύφτηκε σε σπηλιές και στήνοντας καραούλι σκότωσε ένα ένα όλους τους κατοίκους του καταπράσινου συνοικισμού. Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νεαρές, ή έγκυες ή γριές, ούτε για μικρά παιδία, ή ανήμπορους και ανυπεράσπιστους γέρους. Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά απ όπου έτρεχε το νερό, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.
Η σφαγή ήταν μεγάλη και το μακελειό τόσο, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που κατοικούσε εκεί, εννοώντας ίσως τον φοβερό ληστή που έσφαξε όλους τους κατοίκους.

Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές βελανιδιές και δρύες, ενώ πολλοι κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα πλούσια ευρήματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφου πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου